- τετρασκελές
- τετρασκελήςfour-leggedmasc/fem voc sgτετρασκελήςfour-leggedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετρασκελής — ές, ΝΑ αυτός που έχει τέσσερα σκέλη ή τέσσερα πόδια αρχ. 1. (για επίδεσμο) αυτός που έχει τέσσερα άκρα 2. (για ψυχικό πάθος) πολύ μεγάλος 3. φρ. α) «τετρασκελής οἰωνός» είδος γρύπου, μυθικού ζώου με κεφάλι και φτερούγες αετού και με σώμα… … Dictionary of Greek
ύβρισμα — το / ὕβρισμα, ΝΑ [ὑβρίζω] νεοελλ. εξύβριση, βρίσιμο αρχ. 1. προσβλητική ενέργεια που πηγάζει από αλαζονεία και αυθάδεια («τὰ τούτων ὑβρίσματα εἰς ἐμέ», Δημοσθ.) 2. το αντικείμενο τής προσβολής, τής ύβρεως 3. υβριστής («τετρασκελὲς ὕβρισμα» ο… … Dictionary of Greek